- ρινοσκόπηση
- ηεξέταση από γιατρό του εσωτερικού της μύτης με ειδικό όργανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρινοσκόπηση — η, Ν ιατρ. βλ. ρινοσκοπία … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινοσκοπία — και ρινοσκόπηση, η, Ν ιατρ. μέθοδος εξέτασης τών ρινικών κοιλοτήτων που λέγεται πρόσθια, όταν γίνεται διά μέσου τών ρωθώνων με ρινοσκόπιο, ή οπίσθια, όταν γίνεται από τον ρινοφάρυγγα με το ρινοφαρυγγοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ρινοσκοπικός — ή, ό, Ν [ρινοσκοπία] ιατρ. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη ρινοσκόπηση … Dictionary of Greek
ρινοσκόπιο — το όργανο με το οποίο γίνεται η ρινοσκόπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)